- δερματοφόρος
- δερματοφόρος, -ον (Α)ντυμένος με δέρμα ή προβιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματοφόροι — δερματοφόρος clothed in skins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek